Καθώς φτάσαμε στη διακοπή των τηλεμαθημάτων για τα Χριστούγεννα, αξίζει να δούμε με πιο ψύχραιμη ματιά για το τι καταφέραμε με την τηλεκπαίδευση, που το Υπουργείο Παιδείας αναγκάστηκε να εφαρμόσει προκειμένου να αντιμετωπίσει το κενό που δημιούργησε το κλείσιμο των «φυσικών» τάξεων. Το εγχείρημα ξεκίνησε εθελοντικά τον περασμένο Μάρτιο και, αφού κανείς δεν προνόησε για τη μείωση του αριθμού των μαθητών στις τάξεις μπροστά στο δεύτερο κύμα κορωνοϊού, έγινε πλέον υποχρεωτικό εδώ και δυο μήνες.
Παρά, όμως, τις φιλότιμες προσπάθειες γονιών, μαθητών και εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ενώ από την προηγούμενη άνοιξη υπήρχε χρόνος για την προετοιμασία της τηλεκπαίδευσης, στην ουσία δεν έγινε τίποτα. Τελικά, αφέθηκαν όλοι χωρίς βοήθεια και με όποια τεχνολογικά μέσα και γνώσεις διέθετε καθένας και καθεμιά, να τα βγάλουν πέρα, όπως μπορούσαν. Και εξηγούμαστε:
• Δεν εξετάστηκε πραγματικά ποια παιδιά έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση από απόσταση και ποια όχι.
• Δε στηρίχτηκαν μαθητές, σχολεία και εκπαιδευτικοί με τα απαραίτητα τεχνολογικά μέσα (και αυτά που δόθηκαν ήταν κάποιες μικρές δωρεές από ιδιώτες χορηγούς).
• Δεν έλαβε χώρα ένας οργανωμένος σχεδιασμός, αλλά και επιμόρφωση στο εκπαιδευτικό προσωπικό για τις αρχές και τα μέσα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που να βασίζονται στην Παιδαγωγική Επιστήμη.
Αντίθετα έχουμε μια πλατφόρμα που συνεχώς μας προδίδει, ένα ψηφιακό περιβάλλον στην αγγλική γλώσσα – με ότι αυτό συνεπάγεται για τη γλώσσα μας – και κυρίως χωρίς την παραμικρή εγγύηση για την πιστοποίηση των χρηστών και τη διαφύλαξη των δεδομένων που διακινούνται σε αυτή. Αντί αυτών με μια εγκύκλιο που έρχεται τρεις μήνες μετά από την έναρξη της σχολικής χρονιάς η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δίνει την εντολή στους/τις εκπαιδευτικούς να βαθμολογήσουν τις επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών τους προτείνοντας μάλιστα διάφορους «ηλεκτρονικούς» τρόπους αξιολόγησης και δίνοντας έμφαση στους τρόπους δημιουργίας διαγωνισμάτων στις σύγχρονες και ασύγχρονες πλατφόρμες εκπαίδευσης. Αφήνουν μάλιστα μόνους τους εκπαιδευτικούς, για μια ακόμη φορά, στην εξοικείωση με όλες τις «τεχνικές λεπτομέρειες» και στην πάλη με τη συνείδηση τους για την αξιολόγηση μαθητών που δεν βλέπουν. Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο προβληματισμός για τα παιδιά που δεν ανταποκρίνονται στην τηλεκπαίδευση, είτε γιατί δεν έχουν καλές συνδέσεις και εξοπλισμό, είτε γιατί αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας στο σπίτι τους. Έτσι και αβασάνιστα φαίνεται πως το Υπουργείο κωφεύει και εμμένει πεισματικά στην «κανονικότητα» της τηλεκπαίδευσης, όταν οι συνέπειές της ιδιαίτερα στις αποκλειόμενες ομάδες παιδιών θα είναι μεγάλες.
Πέρα από όλα αυτά, όμως, ίσως ο σοβαρότερος προβληματισμός σχετικά με το θέμα της τηλεκπαίδευσης είναι οι επιπτώσεις της στην πνευματική, κοινωνική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών μας. Το Υπουργείο αποφάσισε και επέβαλε – παρά την εμπειρία της προηγούμενης σχολικής χρονιάς – εφαρμογή σύγχρονης τηλεκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, στο 70% του προγράμματος για το νηπιαγωγείο και το δημοτικό και στο πλήρες πρόγραμμα για τη δευτεροβάθμια. Αποτέλεσμα; Καθημερινή καθήλωση μικρών παιδιών μπροστά σε μια οθόνη, πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό όριο που υποδεικνύουν οι ειδικοί. Η αγωνία όλων μας, δασκάλων και γονιών, είναι πια σαφής: Πώς θα σηκώσουμε αύριο τα παιδιά μας από τον υπολογιστή; Ποια παιδαγωγική μελέτη έγινε γι αυτό το πείραμα που εφαρμόζουμε; Ας πάψουν να εκθειάζουν κάποιοι την τηλεκπαίδευση άκριτα. Δημιουργεί προβλήματα που θα τα βρούμε αύριο μπροστά μας. Κι ας μην σκέφτονται μερικοί να την εφαρμόσουν αύριο, στη μετά covid εποχή, για να γλιτώσουν χρήματα από τα ολιγομελή τμήματα που κοστίζουν όπως λένε. Αυτά, λοιπόν, ώστε να ξεκαθαρίσουμε την αλήθεια απέναντι στους διθυράμβους της Κυβέρνησης για την τηλεκπαίδευση που παπαγαλίζουν τα ΜΜΕ.
Ο στόχος όμως δεν είναι να κάνουμε άγονη κριτική πάνω στα χαλάσματα του ελληνικού σχολείου στην τρέχουσα χρονιά. Ας σώσουμε ότι μπορούμε έστω και τώρα.
• Αντί για τις μάσκες που στάλθηκαν στα κλειστά σχολεία την προηγούμενη εβδομάδα όπως μας ανακοίνωσαν περιχαρείς, να σταλεί εξοπλισμός και να αναβαθμιστούν τα δίκτυα, ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση όλοι, όχι με voucher και σκληρά εισοδηματικά κριτήρια. Γιατί το κόστος της τηλεκπαίδευσης μετακυλίεται αποκλειστικά σε γονείς και εκπαιδευτικούς και έτσι παγιώνονται οι εκπαιδευτικές ανισότητες; Μήπως από του χρόνου θα δίνονται και τα δωρεάν βιβλία με εισοδηματικά κριτήρια;
• Να ξεκινήσουν άμεσα επιμορφώσεις και να εκπονηθεί ένα σχέδιο με επιστημονική τεκμηρίωση για τη χρήση συνδυασμένης σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης, με όρους και τρόπους που θα είναι αποτελεσματικοί. Να εξασφαλιστεί προσαρμογή των μέσων τηλεδιάσκεψης, ώστε να εξυπηρετούν τη μαθησιακή διαδικασία, που δεν είναι απλό meeting, αλλά ιδιαίτερη διαδικασία στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι, τα παιδιά μας, και έχει ειδικές απαιτήσεις.
• Να μπουν στην άκρη οι βαθμοί και οι γραπτές εξετάσεις για λίγο, για να επικεντρωθούμε στην υποστήριξη της μάθησης των παιδιών μέσω μιας αξιολόγησης που θα μπορούσε να διαμορφωθεί ακόμη και με την ανάθεση εργασιών. Η προσπάθεια να κρατηθούν σε εγρήγορση οι μαθητές/τριες δεν μπορεί να ταυτίζεται με την «επίσημη» αξιολόγησή τους μέσω αυτών των διαδικασιών.
• Να ανασταλεί η εφαρμογή της τράπεζας θεμάτων, τουλάχιστον για την τρέχουσα σχολική χρονιά, και να γίνει μια «μελετημένη» μείωση τόσο της διδακτέας όσο και της εξεταστέας ύλης, αφού κανείς μας δεν μπορεί να γνωρίζει τα πραγματικά μαθησιακά κενά των παιδιών σε όλη την Ελλάδα λόγω των προβλημάτων της τηλεκπαίδευσης.
• Κυρίως όλα αυτά να γίνουν μαζί με κάθε δυνατή προσπάθεια, για να ανοίξουν τα σχολεία (λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα, προσλήψεις προσωπικού, δωρεάν τεστ στα σχολεία και ασφαλείς μετακινήσεις), μόλις βελτιωθούν οι συνθήκες και αφού εξασφαλιστούν τα απαραίτητα μέσα για την ασφαλή λειτουργία τους.
Την ώρα, λοιπόν, που τα δωμάτια των μαθητών έχουν γίνει το σχολείο, το φροντιστήριο, η αυλή, ο χώρος του παιχνιδιού και του ύπνου τους το Υπουργείο έρχεται να τους τιμωρήσει κουνώντας τους το δάχτυλο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με την τηλεκπαίδευση και τις ελλείψεις της, παραβλέποντας τις δικές του ευθύνες και υπερασπιζόμενο μια ανύπαρκτη «κανονικότητα». Για όσους πάλι σπεύσουν να πουν ότι η τηλεκπαίδευση που εφαρμόζουμε σήμερα είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε με δεδομένες τις συνθήκες, η απάντηση είναι ΟΧΙ, δεν ισχύει αυτό. Υπήρχαν ευκαιρίες, ώστε η τηλεκπαίδευση να οργανωθεί και να είναι λιγότερο επικίνδυνη και περισσότερο αποτελεσματική. Απλά οι αρμόδιοι ούτε νοιάστηκαν ούτε φρόντισαν γι αυτό. Και είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τα ευτράπελα που ζούμε καθημερινά στις ψηφιακές μας τάξεις.
Τμήμα Παιδείας Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Γιαννιτσών – Δ. Πέλλας